- ημίωρος
- -η, -ο1. αυτός που έχει διάρκεια μισής ώρας: Ημίωρη διακοπή της δουλειάς.2. το ουδ. ως ουσ., ημίωρο μισή ώρα, χρονικό διάστημα μισής ώρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.